μαρουβάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαρουβάς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαρουβάς αρσενικό
- παραδοσιακό κρασί της δυτικής Κρήτης από την ποικιλία ρωμέικο που προορίζεται για μακρόχρονη παλαίωση
- Μέχρι πρόσφατα, συνηθισμένη ήταν η πρακτική του θαψίματος ενός βαρελιού με μαρουβά μέσα στο χώμα, όταν γεννιόταν ένα παιδί και το άνοιγμά του μετά από χρόνια, σε μια μεγάλη γιορτή ή ακόμη στο γάμο του!