μαρτιάτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]μαρτιάτικος, -η, -ο
- που γίνεται κατά το Μάρτιο
- σχετικός με το Μάρτιο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- γεναριάτικος
- φεβρουαριανός / φεβρουαριάτικος / φλεβαριάτικος
- απριλιανός / απριλιάτικος
- μαγιάτικος
- ιουνιανός
- ιουλιανός
- αυγουστιανός / αυγουστιάτικος
- σεπτεμβριανός / σεπτεμβριάτικος
- οκτωβριανός / (οικείο) οκτωβριάτικος
- νοεμβριανός / (οικείο) νοεμβριάτικος
- δεκεμβριανός / δεκεμβριάτικος