μασάει η κατσίκα ταραμά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]μασάει η κατσίκα ταραμά;
- (μεταφορικά, προφορικό) δύσκολα θα με ξεγελάσεις, δεν μπορεί κάποιος να με εξαπατήσει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μασάει η κατσίκα ταραμά
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ταραμάς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- κατσίκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας