μασάζ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μασάζ < απροσάρμοστο (άμεσο δάνειο) γαλλική massage < masser +‎ -age < αραβική مَسَّ (massa, ακουμπώ, αισθάνομαι) < ρίζα م س س‎ (m-s-s)
μασάζ στην πλάτη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μασάζ ουδέτερο άκλιτο

  • η μάλαξη κάποιων σημείων του ανθρώπινου σώματος για θεραπευτικούς ή αισθητικούς λόγους
    χρειάζομαι ένα χαλαρωτικό μασάζ γιατί όλη την ημέρα ήμουν στη δουλειά

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]