μασημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μασημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μασάω, μασώ
Μετοχή
[επεξεργασία]μασημένος, -η, -ο
- που τον έχουν μασήσει
- αόριστος, ασαφής
- ※ Θα 'ξεραν βέβαια οι μεγάλοι, μα κανένας δε μιλάει - όλο και μασημένα λόγια ή σώπαιναν μπροστά μας. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μασημένος
|