μαστορόπουλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαστορόπουλο < μαστορόπουλλον στην καθαρεύουσα < μάστορας -όπουλο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαστορόπουλο ουδέτερο
- το μαστοράκι, ο μαθητευόμενος μάστορας, ο νεαρός που μαθαίνει μια τέχνη
- ο γιός του μάστορα
- (παρωχημένο) ο μαθητευόμενος μάστορας, το τσιράκι του μάστορα που δενόταν με συμβόλαιο να υπηρετεί δουλικά έως ότου τελειώσει η μαθητεία του και που σχεδόν ποτέ δεν έφτανε το βαθμό του μάστορα, αφου η συγκεκριμένη ιδιότητα ήταν για αιώνες κληρονομική και οι μάστορες είχαν πολύ κλειστή συντεχνία, την μαστορεία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαστορόπουλο
|