μαστούρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαστούρας οι μαστούρες
      γενική του μαστούρα των μαστούρων
    αιτιατική τον μαστούρα τους μαστούρες
     κλητική μαστούρα μαστούρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαστούρας < μαστούρα (θηλυκό)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαστούρας αρσενικό

  1. (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του μαστούρης ο χασισωμένος
  2. γενικά αυτός που βρίσκεται υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, εκτός φαρμακευτικών

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

μαστούρας θηλυκό