μαστούρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαστούρας < μαστούρα (θηλυκό)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαστούρας αρσενικό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του μαστούρης ο χασισωμένος
- γενικά αυτός που βρίσκεται υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, εκτός φαρμακευτικών
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαστούρας
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]μαστούρας θηλυκό