μαστραπάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μαστραπάς, μασταμπάς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαστραπάς οι μαστραπάδες
      γενική του μαστραπά των μαστραπάδων
    αιτιατική τον μαστραπά τους μαστραπάδες
     κλητική μαστραπά μαστραπάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαστραπάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαστραπάς < τουρκική maşrapa [1] < αραβική مشربة (mashraba) < ρίζα ش ر ب‎ (š-r-b)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαστραπάς αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]