μασχαλιαίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

μασχαλιαίο

  1. μασχαλιαίος, στην αιτιατική του ενικού

μασχαλιαίο, ουδέτερο του μασχαλιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού