ματζόρε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ματζόρε < (άμεσο δάνειο) ιταλική maggiore

Επίθετο

[επεξεργασία]

ματζόρε άκλιτο

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]