ματμαζέλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ματμαζέλ < γαλλική mademoiselle (δεσποινίδα μου) < ma + demoiselle

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ματμαζέλ θηλυκό άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]