μαυρογενούδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαυρογενούδης < μαυρογέν(ης) + -ούδης
Επίθετο
[επεξεργασία]μαυρογενούδης
- συνώνυμο του μαυρογένης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- μαυρογενούδης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].