μαχαίρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαχαίρα < μαχαίρι.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαχαίρα θηλυκό

  • Μεγάλο μαχαίρι.
Τράβηξε τη μαχαίρα και μας απειλούσε.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]