μαχαίρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαχαίρωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του μαχαιρώνω, η μαχαιριά, η ενέργεια του μαχαιρώνω
- Ήμουν μπροστά όταν άρχισαν τα μαχαιρώματα, τα είδα όλα!
- (μεταφορικά) στον πληθυντικό, πισώπλατα χτυπήματα η από εκεί που δεν θα έπρεπε να προέρχονται