μαχαιροποιία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαχαιροποιία < μαχαιροποιός + -ία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαχαιροποιία θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις μαχαιροποιός, μαχαίρι και ποιώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαχαιροποιία
|