μαχαιρώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ma.çeˈɾo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐χαι‐ρώ‐νο‐μαι
Ρήμα
[επεξεργασία]μαχαιρώνομαι, π.αόρ.: μαχαιρώθηκα, μτχ.π.π.: μαχαιρωμένος, (ενεργ.: μαχαιρώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος μαχαιρώνω (στον πληθυντικό έχει συχνά αλληλοπαθητική σημασία)
- ↪ καβγάδισαν και μαχαιρώθηκαν (μαχαίρωσαν ο ένας τον άλλον)
Κλίση
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μαχαιρώνω