μαύρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαύρισμα τα μαυρίσματα
      γενική του μαυρίσματος των μαυρισμάτων
    αιτιατική το μαύρισμα τα μαυρίσματα
     κλητική μαύρισμα μαυρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαύρισμα < μαυρίζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαύρισμα ουδέτερο

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαυρίζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]