μεγαλεπήβολα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεγαλεπήβολα < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου μεγαλεπήβολος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

μεγαλεπήβολα

  • μακρόπνοα και συνάμα αισιόδοξα, χωρίς κάποιος να περιορίζει τα όνειρα, τα σχέδια, τα οράματά του για ιδέες ή επιχειρήσεις

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]