μεγαλοαστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεγαλοαστός < μεγαλο- + αστός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική grand-bourgeois)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεγαλοαστός αρσενικό (θηλυκό μεγαλοαστή)
- κάποιος που θα μπορούσε να καταταχθεί στα ανώτερα στρώματα της αστικής τάξης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μεγαλοαστή
- μεγαλοαστικός
- μεγαλοαστισμός
- → δείτε τις λέξεις μεγάλος και άστυ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μεγαλο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)