μεγαλοδωρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεγαλοδωρία < ελληνιστική κοινή μεγαλοδωρία < αρχαία ελληνική μεγαλόδωρος < μέγας + δῶρον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεγαλοδωρία θηλυκό
- (λόγιο) η γενναιοδωρία
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις μεγαλόδωρος, μεγάλος και δώρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεγαλοδωρία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)