μεγαλουσιάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεγαλουσιάνα | οι | μεγαλουσιάνες |
γενική | της | μεγαλουσιάνας | — | |
αιτιατική | τη | μεγαλουσιάνα | τις | μεγαλουσιάνες |
κλητική | μεγαλουσιάνα | μεγαλουσιάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεγαλουσιάνα < μεγαλουσιάνος + -α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεγαλουσιάνα θηλυκό
- (προφορικό, μειωτικό) θηλυκό του μεγαλουσιάνος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεγαλουσιάνα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)