μεγαλοφέρνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεγαλοφέρνω < μεγαλο- + -φέρνω[1]

μεγαλοφέρνω

  1. (λαϊκότροπο, σκωπτικό) δείχνω μεγάλος, ίσως μεγαλύτερος από την ηλικία μου (όχι για παιδιά, μόνον για ενηλίκους)
  2. (κατ’ επέκταση) μεγαλοδείχνω
     αντώνυμα: μικροδείχνω

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]