μεθερμήνευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεθερμήνευση | οι | μεθερμηνεύσεις |
γενική | της | μεθερμήνευσης* | των | μεθερμηνεύσεων |
αιτιατική | τη | μεθερμήνευση | τις | μεθερμηνεύσεις |
κλητική | μεθερμήνευση | μεθερμηνεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεθερμηνεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
.
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεθερμήνευση < μεθερμήνευσις στην καθαρεύουσα < (ελληνιστική κοινή) μεθερμήνευσις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεθερμήνευση θηλυκό
- η ερμηνεία, η μετάφραση
- η απλοποίηση μιας φράσης ώστε να γίνει πιο κατανοητή
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεθερμήνευση