μεθοδικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεθοδικά < μεθοδικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]μεθοδικά
- με μέθοδο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεθοδικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μεθοδικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεθοδικό