μεθοδολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεθοδολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεθοδολογία θηλυκό
- το σύνολο των μεθόδων που χρησιμοποιείται
- κλάδος της λογικής που μελετά τις μεθόδους της επιστημονικής έρευνας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεθοδολογία