μεθομηρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεθομηρικός < μεθ- (μετα-) + ομηρικός < αρχαία ελληνική Ὁμηρικός / Ὅμηρος
Επίθετο
[επεξεργασία]μεθομηρικός
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεθομηρικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μεθ- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)