μειράκιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μειράκιο | τα | μειράκια |
γενική | του | μειράκιου & μειρακίου |
των | μειράκιων & μειρακίων |
αιτιατική | το | μειράκιο | τα | μειράκια |
κλητική | μειράκιο | μειράκια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μειράκιο < αρχαία ελληνική μειράκιον, υποκοριστικό του μεῖραξ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μειράκιο αρσενικό
- (ειρωνικό) νεαρός και επιπόλαιος άνθρωπος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- μειράκιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μειράκιο
|