μειωτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]μειωτικά
- κατά τρόπο που να μειώνω
- προσβλητικά, υποτιμητικά
- Μίλησε μειωτικά για τους συναδέλφους του.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μειωτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μειωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μειωτικό