μελανοδερμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μελανοδερμία < μελανόδερμος + -ία / μελανο- + -δερμία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μελανοδερμία θηλυκό
- η κατάσταση του δέρματος του μελανόδερμου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μελανοδερμία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μελανο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δερμία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)