μελετιέμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /me.leˈtçe.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐λε‐τιέ‐μαι

μελετιέμαι/μελετώμαι, π.αόρ.: μελετήθηκα, μτχ.π.π.: μελετημένος, (ενεργ.: μελετάω)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]