μελετῶν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]- μελετῶν θηλυκό
- γενική πληθυντικού του μελέτη: των μελετών
Μετοχή
[επεξεργασία]μελετῶν, -ῶσα, -ῶν
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος μελετώ, συνηρημένου τύπου του μελετάω
Κατηγορίες:
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'τιμῶν' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'τιμῶν' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις περισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές περισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)