μελιταίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μελιταίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Μελιταῖος (μαλτέζικος) < τοπωνύμιο Μελίτη (Μάλτα) + -αῖος
Επίθετο
[επεξεργασία]μελιταίος -α, -ο
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- μελιταίος πυρετός: (ιατρική, κτηνιατρική) είδος λοιμώδους ασθένειας που μεταδίδεται (ενίοτε με την πόση γάλατος) από τα ζώα στους ανθρώπους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μελιταίος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)