μελιτοῦττα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μελιτοῦττα < συνηρημένος τύπος στην αττική διάλεκτο, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μελιτόεις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μελιτοῦττα θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη μέλι