μεξικάνικη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.ksiˈka.ni.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ξι‐κά‐νι‐κη
- ομόηχο: μεξικάνικοι
- τονικά παρώνυμα: μεξικανική, μεξικανικοί
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μεξικάνικη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μεξικάνικος