μερινός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Πρόβατα μερινός με το εξαιρετικό μαλλί για την εριουργία.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μερινός < (λόγιο δάνειο) γαλλική mérinos < ισπανική merinos[1], πληθυντικός του merino (απ' όπου > μερίνο) < υστερολατινική maiōrīnus < λατινική maiōr συγκριτικός βαθμός του magnus.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /me.ɾiˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐ρι‐νός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μερινός ουδέτερο άκλιτο

  1. (θηλαστικό ζώο) φυλή προβάτου
  2. (ύφασμα) το μαλλί αυτού του πρόβατου, για τη δημιουργία υφασμάτων, ρούχων

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]