μεροκαματιάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεροκαματιάρης < μεροκάματο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεροκαματιάρης αρσενικό (θηλυκό μεροκαματιάρα)
- ο φτωχός βιοπαλαιστής, αυτός που παλεύει να βγάλει ένα μεροκάματο για να ζήσει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεροκαματιάρης