μερτζάνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μερτζάνι | τα | μερτζάνια |
γενική | του | μερτζανιού | των | μερτζανιών |
αιτιατική | το | μερτζάνι | τα | μερτζάνια |
κλητική | μερτζάνι | μερτζάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μερτζάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική mercan < περσική مرجان (marjān)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μερτζάνι ουδέτερο
- το κοράλλι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μερτζάνι
→ δείτε τη λέξη κοράλλι |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)