μεσάζων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεσάζων < αρχαία ελληνική μεσάζων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος μεσάζω < μέσος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μεσάζων αρσενικό (θηλυκό μεσάζουσα)

  1. (ειδικότερα, επάγγελμα) ενδιάμεσος έμπορος που αγοράζει από τον παραγωγό και μεταπουλά σε άλλον έμπορο
    Θα 'ρθουν πάλι τσούρμο οι μεσάζοντες / θα κερδοσκοπήσουν οι μεσάζοντες / κι εμείς τα ίδια θα 'μαστε άλλη μια φορά [1]
  2. (γενικότερα, επάγγελμα) ο άνθρωπος που παρεμβαίνει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους άλλους ανθρώπους ώστε να τους φέρει σε επικοινωνία με σκοπό κάποιο όφελος, συνήθως οικονομικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. στίχοι του «Όχι δεν πουλάμε» του Θωμά Μπακαλάκου