μεσημεριάζει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεσημεριάζει < (τριτοπρόσωπο ρήμα) μεσημεριάζω

μεσημεριάζει , πρτ.: μεσημέριαζε, στ.μέλλ.: θα μεσημεριάσει, αόρ.: μεσημέριασε

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

μεσημεριάζει

  • γ' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος μεσημεριάζω