μεσοδιάστημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεσοδιάστημα τα μεσοδιαστήματα
      γενική του μεσοδιαστήματος των μεσοδιαστημάτων
    αιτιατική το μεσοδιάστημα τα μεσοδιαστήματα
     κλητική μεσοδιάστημα μεσοδιαστήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεσοδιάστημα < μέσο + διάστημα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interspace

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μεσοδιάστημα ουδέτερο

  • ο χρόνος, το διάστημα, ανάμεσα σε δύο χρονικές στιγμές ή περιόδους

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]