μεσοδιάστημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεσοδιάστημα < μέσο + διάστημα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interspace
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεσοδιάστημα ουδέτερο
- ο χρόνος, το διάστημα, ανάμεσα σε δύο χρονικές στιγμές ή περιόδους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεσοδιάστημα