μεσονύκτιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεσονύκτιο < αρχαία ελληνική μεσονύκτιον, ουδέτερο του μεσονύκτιος < μέσος + νύξ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.soˈni.kti.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σο‐νύ‐κτι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεσονύκτιο ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεσονύκτιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)