μεσοστρατίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεσοστρατίς < μεσαιωνική ελληνική μεσοστρατίς / μισοστρατίς < μέσος + στράτα < λατινική strata, θηλυκό του stratus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος sterno
Επίρρημα
[επεξεργασία]μεσοστρατίς
- (λαϊκότροπο) στη μέση της στράτας / δρόμου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- μεσόστρατα
- μισόστρατα (κυπρ.)
- μεσοστρατί
- μεσοστράτι
- μεσόστρατο
- μεσόστρατος
- → δείτε τις λέξεις μέσος και στράτα