μεσούσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

μεσούσᾱ (με μακρά κατάληξη)