μετάφαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μετάφαση | οι | μεταφάσεις |
γενική | της | μετάφασης* | των | μεταφάσεων |
αιτιατική | τη | μετάφαση | τις | μεταφάσεις |
κλητική | μετάφαση | μεταφάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταφάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μετάφαση θηλυκό
- (βιολογία): το δεύτερο στάδιο διαίρεσης του πυρήνα των ευκαρυωτικών κυττάρων, που συμβαίνει μία φορά στη μίτωση και δύο φορές στη μείωση.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μετάφαση
|