μετάφραγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μετάφραγμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) χώρος ενός πολεμικού πλοίου, μεταξύ δύο καταστρωμάτων, όπου τοποθετούνται κανόνια
- (εντομολογία) μεμβράνη ανάμεσα στην κοιλία και τον θώρακα εντόμων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μετάφραγμα
|