μετάφρενον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μετάφρενον < αρχαία ελληνική μετάφρενον < μετά + φρήν
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μετάφρενον ουδέτερο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μετάφρενον