μεταβαλλόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταβαλλόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα μεταβάλλομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]μεταβαλλόμενος, -η, -ο
- αυτός που μεταβάλλεται τώρα
- Στην ομαλά μεταβαλλόμενη κίνηση, η επιτάχυνση είναι σταθερή