μεταβιβαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταβιβαστικός < μεταβιβάζω + -τικός
Επίθετο
[επεξεργασία]μεταβιβαστικός
- που συμβάλλει στη μεταβίβαση
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- μεταβιβαστικό ρήμα: (γραμματική) για ρήματα που η ενέργειά τους…
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταβιβαστικός
|