μεταγωγή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταγωγή οι μεταγωγές
      γενική της μεταγωγής των μεταγωγών
    αιτιατική τη μεταγωγή τις μεταγωγές
     κλητική μεταγωγή μεταγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεταγωγή < ελληνιστική κοινή μεταγωγή. Συγχρονικά αναλύεται σε μετ- + αγωγή.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /me.ta.ɣoˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐γω‐γή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μεταγωγή θηλυκό

  1. η μεταφορά κρατούμενου με αστυνομική συνοδεία
  2. (δίκτυο υπολογιστών) switching: η διαδικασία μετάδοσης της πληροφορίας μέσω διαδοχικών ενδιάμεσων κόμβων (nodes) προκειμένου να επικοινωνήσουν δύο τερματικοί κόμβοι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]