μετακάρπιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μετακάρπιο τα μετακάρπια
      γενική του μετακαρπίου
μετακάρπιου
των μετακαρπίων
    αιτιατική το μετακάρπιο τα μετακάρπια
     κλητική μετακάρπιο μετακάρπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μετακάρπιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μετακάρπιον < μετα- + καρπίον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική καρπός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /me.taˈkaɾ.pi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐κάρ‐πι‐ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μετακάρπιο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]